-
1 κυρόω
A confirm, ratify,δόμοις.. τήνδ' ἐκύρωσας φάτιν A.Pers. 227
(troch.); τῇδ' ἐκύρωσεν φάτις ib. 521; ταῦτα Hdt.l.c.;τὸν γάμον Id.6.126
; ;Ζεῦ, ταῦτα κυρώσειας Ar.Th. 369
(lyr.); ;τὴν γνώμην Plb.1.11.1
;τὰς διαλύσεις Id.1.17.1
:—[voice] Med., accomplish one's end,λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα Pl.Grg. 451c
, cf. d:—[voice] Pass., to be ratified, determined,ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ Hdt.6.130
;οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ πρῆγμα Id.8.56
, cf. Th.4.125; τοὺς κυρωθέντας [τῶν νόμων] And.1.85, cf. D.20.93;τὸ ψήφισμα τὸ κυρωθὲν περὶ τούτων IG7.303.45
(Orop.);κυρωθέντος τοῦ δόγματος Plb.1.11.3
; of a contract, to be sanctioned, PPetr.2p.44 (iii B.C.); in auctions, to be knocked down, BGU 992i9 (ii B.C.); ὁ κυρωθείς the highest bidder, to whom an object is knocked down, PRev.Laws 48.17 (iii B.C.): generally, ποῖ κεκύρωται τέλος; at what point hath the end been fixed or determined? A.Supp. 603, cf. Ch. 874, E.Hipp. 746 (v.l.); πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς before it has been accomplished, Id.El. 1069: c. inf., ἐκεκύρωτο συμβάλλειν it had been decided to fight, Hdt.6.110;ἐκυρώθη ναυμαχέειν Id.8.56
.3 c. acc. et inf., decree or ordain that..,τηρηθῆναι τὸν νόμον Arist.Fr. 593
.4 of arguments or doctrines, confirm, establish, Phld.Po. Herc.1676.3; κ. ὅτι .. Id.Sign.7.
См. также в других словарях:
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek